Βεσσαραβία

Βεσσαραβία
(Bessarabia). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (45.600 τ. χλμ.) της κεντροανατολικής Ευρώπης, η οποία ορίζεται στα Ν από τον Δούναβη, στα ΝΑ από τον Εύξεινο Πόντο, στα Δ από τον Προύθο και στα Α και Β από τον Δνείστερο. Έχει πληθυσμό περίπου 5 εκατ. κατ., οι οποίοι εθνολογικά και γλωσσικά είναι κατά ένα το μέρος λατινικής και κατά το άλλο σλαβικής προέλευσης. Πολιτικά είναι μοιρασμένη μεταξύ των δημοκρατιών της Μολδαβίας και της Ουκρανίας. Ακραία περιοχή του παλαιού ρωσικού υψιπέδου, αρδεύεται επαρκώς από τους πολυάριθμους παραπόταμους του Προύθου και του Δνείστερου και καλύπτεται από προσχωματικές αποθέσεις, πλούσια σε οργανικές ουσίες μαύρα χώματα που την κάνουν γονιμότατη και ευνοούν την ανάπτυξη της γεωργίας (δημητριακά, φρούτα, αμπέλια, καπνά, ζαχαρότευτλα, καλλιέργειες χορτονομής). Σημαντική είναι και η κτηνοτροφία, ιδιαίτερα βοοειδών. Μικρή είναι ακόμα η βιομηχανική ανάπτυξη, αν και αριθμεί εργοστάσια τροφίμων, χημικών και πετρελαιοχημικών προϊόντων και μερικά υφαντουργεία. Οι δύο σημαντικότερες πόλεις της Β. είναι το Κεσένου (Chisinau, 775.000 κάτ. το 2002), πρώην Κισινιόφ (Kishinev), και το Τιερούσπολ (Tiraspol, 208.000 κάτ. το 2002). Η πρώτη είναι η πρωτεύουσα της Μολδαβίας· η δεύτερη βρίσκεται επίσης στη Μολδαβία, στην αριστερή όχθη του Δνείστερου, σε απόσταση 65 χλμ. από το Κεσένου, και είναι σημαντικό εμπορικό κέντρο αγροτικών προϊόντων με βιομηχανίες τροφίμων και καπνών. Τα σπουδαιότερα αστικά κέντρα του ουκρανικού τμήματος της Β. είναι το Ισμαήλ (Izmayil, 82.000 κάτ. το 2002), παλιό τουρκικό λιμάνι στον Δούναβη και σήμερα εμπορικό λιμάνι, το Μπιέλγκοροντ-Δνιστρόφσκι (Bilhorod-Dnistrovskyy, 52.000 κάτ. το 2002), παλαιά ελληνική αποικία, αργότερα γενοβέζικη (15ος αι.) και σήμερα αγροτικό εμπορικό κέντρο στις εκβολές του Δνείστερου. Ιστορία.Κατά τους νεότερους χρόνους, η Β. βρέθηκε για μια μεγάλη χρονική περίοδο υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μέχρι την εποχή που την κατέκτησαν οι Ρώσοι και την προσάρτησαν στην αυτοκρατορία τους, το 1812. Το 1918 οι κάτοικοι της Β., εφαρμόζοντας την αρχή της αυτοδιάθεσης που είχε τότε θεσπιστεί, αποφάσισαν την ένωσή τους με τη Ρουμανία. Η Σοβιετική Ένωση όμως αρνήθηκε αργότερα να αναγνωρίσει το γεγονός, και στη συμφωνία που συνήψε με τη Γερμανία το 1939 πέτυχε να της αναγνωριστούν τα συμφέροντά της στη Β. Τον Ιούνιο του 1940 ζήτησε τελεσιγραφικά από τη Ρουμανία την άμεση εκχώρηση της περιοχής και το πέτυχε. Το καλοκαίρι του 1941 η Ρουμανία, αφού προηγουμένως συμμάχησε με τη Γερμανία, ξαναπήρε τη Β., η οποία όμως παραχωρήθηκε τελικά στην ΕΣΣΔ με τη συνθήκη ειρήνης τον Φεβρουάριο του 1947. Από το 1991 αποτελεί τμήμα των δύο νέων δημοκρατιών, της Μολδαβίας και της Ουκρανίας. Η λίμνη Μπικάζ στην ιστορική περιοχή της Βεσσαραβίας περιβάλλεται από μια έκταση με μεγάλα δάση. Ο ποταμός Δνείστερος, κοντά στο Σορόκι, στην περιοχή της Βεσσαραβίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κισινιόφ ή Κισνόβιο — (Chisinau). Πόλη (711.700 κάτ.) και πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Μολδαβίας. Είναι χτισμένη στον ποταμό Μπικ, παραπόταμο του Δνείστερου, και αποτελεί το κύριο βιομηχανικό κέντρο της Μολδαβίας. Το 1821 ιδρύθηκε εκεί το πρώτο υφαντουργείο και το… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδάκης — Επώνυμο Κρητικών αγωνιστών. 1. Αδάμ. Αγωνιστής από το Ρέθυμνο. Πολέμησε στην επανάσταση του 1866 69. Βρισκόταν στο Αρκάδι κατά την πολιορκία του. Κατόρθωσε να βγει από το μοναστήρι δυο φορές για να ζητήσει βοήθεια και σώθηκε επίσης από το… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • σαμοθήριο — το, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών που έζησαν κατά το κατώτερο πλειόκαινο στην Βεσσαραβία, στην Ελλάδα, στην Περσία και στην Κίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. samotherium (< Σάμος + θηρίο)] …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Στέφανος — I (τουρκ. Yesikoy). Κωμόπολη της Τουρκίας, 12 χλμ. ΝΔ της Κωνσταντινούπολης, στην ευρωπαϊκή ακτή της Προποντίδας. Οφείλει το όνομά της σε έναν ναό του Αγίου Στέφανου, που είχε ιδρύσει ο Μέγας Κωνσταντίνος, και τη φήμη της στη συνθήκη που… …   Dictionary of Greek

  • Ανδριανός, Σταύρος — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στα Σφακιά της Κρήτης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στη Βεσσαραβία και μετά τη μύησή του πήγε στην Κρήτη και εργάστηκε για τους σκοπούς του Αγώνα. Διορίστηκε μαζί με τον Ζερβονικόλα αρχηγός των επαναστατικών δυνάμεων… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρόνικος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός του 5ου αι. π.Χ. 2. Τραγικός υποκριτής (4ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος του Δημοσθένη στην τέχνη της απαγγελίας. 3. Α. ο Ολύνθιος (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος σε όλη την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Αρμενόπουλος, Κωνσταντίνος — (1320 – περ. 1380).Βυζαντινός νομοδιδάσκαλος. Οι πληροφορίες για το πρώιμο στάδιο της ζωής του είναι αβέβαιες. Το 1345 πάντως ήταν ήδη νομοφύλαξ και κριτής Θεσσαλονίκης. Αργότερα διορίστηκε σύμβουλος του αυτοκράτορα Ιωάννου ΣΤ’ Καντακουζηνού που… …   Dictionary of Greek

  • Βουκουρέστι — (ρουμ. Bucuresti). Πόλη (2.016.131 κάτ. το 1998) και πρωτεύουσα της Ρουμανίας, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, βρίσκεται στην πεδιάδα της Βλαχίας, μεταξύ του Δούναβη στα Ν και των Καρπαθίων στα Β, στις όχθες του ποταμού… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”